fb twitter in google youtube
RSS

Θέματα ιστολογίου από '2014' 'Μάιος'

Ευρωπαϊκό διαβατήριο ασφαλιστικών διαμεσολαβητών

ΠΔ 190/2006 - ΦΕΚ 196/Α'/14.9.2006

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2002/92/Ε.Κ.  του  Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου και 

του  Συμβουλίου σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (L 9/15.1.2003). 

 Άρθρο 6

Γνωστοποίηση της εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη.

(άρθρο 6 της Οδηγίας)

 

1. Ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ο οποίος προτίθεται να ασκήσει τις δραστηριότητες του για πρώτη φορά στην Ελλάδα ή σε περισσότερα κράτη μέλη με καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ενημερώνει την Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης.

Εντός προθεσμίας ενός μηνός μετά την ενημέρωση αυτή, η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής που το επιθυμούν, την πρόθεση του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή και ενημερώνει ταυτόχρονα τον ενδιαφερόμενο διαμεσολαβητή.

Ο ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής μπορεί να αρχίσει τη δραστηριότητα του ένα μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία πληροφορήθηκε από την Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης για τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να αρχίσει αμέσως τη δραστηριότητα του αν το κράτος μέλος υποδοχής δεν επιθυμεί να λαμβάνει τη σχετική γνωστοποίηση.

 

2. Ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής εγγεγραμμένος σε μητρώο άλλου κράτους μέλους, δραστηριοποιείται στην Ελλάδα με καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του έχει γνωστοποιήσει στην Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης την πρόθεση του να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα και έχει παρέλθει ένας μήνας από τη σχετική γνωστοποίηση.

Κατά τη γνωστοποίηση της πρόθεσης δραστηριοποίησης στην Ελλάδα με καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής υποβάλλει στην Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της ημεδαπής το όνομα και το επώνυμο του διαμεσολαβητή ή την εταιρική επωνυμία του, τη διεύθυνση του, τον αριθμό μητρώου του και τα κράτη μέλη στα οποία αυτός δραστηριοποιείται.

Σε περίπτωση νομικού προσώπου οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 εφαρμόζονται αναλόγως για τον νόμιμο αντιπρόσωπο, τον ειδικό αντιπρόσωπο ή τον φορολογικό αντιπρόσωπο. 

 

Σύνοψη

Το ευρωπαϊκό διαβατήριο καθιερώθηκε από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/92/ΕΚ. Κατά τον όρο αυτό οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές μπορούν να δραστηριοποιηθούν και σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε με καθεστώς  εγκατάστασης είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. 

Οι νομίμως εγγεγραμμένοι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές  στην Ελλάδα μπορούν να αναπτύξουν εργασίες σε όλη την Ευρώπη ,ως παραπάνω, χωρίς να απαιτείται  περαιτέρω έλεγχος.

Αντίστοιχα οι ασφαλιστικές διαμεσολαβητές που είναι νομίμως εγγεγραμμένοι σε άλλο κράτος-μέλος της ευρωπαϊκής ένωσης μπορούν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα με τις παραπάνω προϋποθέσεις.  

Για να συμβούν τα παραπάνω πρέπει να γίνει μία σειρά γνωστοποιήσεων μεταξύ των Αρμοδίων Αρχών (Κράτος καταγωγής με Κράτος υποδοχής) 

Η Ασφαλιστική Διαμεσολάβηση, στην Ε.Ε., εφαρμόζεται με το Σύστημα Ενιαίας Άδειας.

Ευθύνη ασφαλιστικού υπαλλήλου κατά την εργασία του

άρθρο: 334

Ημ/νία Ισχύος: 23.02.1946

Τίτλος άρθρου

Ευθύνη από πταίσμα του προστηθέντος

Κείμενο άρθρου

Ο οφειλέτης ευθύνεται για το πταίσμα των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή, όπως για δικό του πταίσμα.

άρθρο: 922

Ημ/νία Ισχύος: 23.02.1946

Τίτλος άρθρου

Ευθύνη του προστήσαντος.

Κείμενο άρθρου

Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του.

Σύνοψη

Πρόστηση υπάρχει όταν ο προστήσας (εργοδότης) αναθέτει στον προστηθέντα (υπάλληλο) την εκτέλεση υπηρεσιών σύμφωνα με τις οδηγίες του. Η σχέση που συνδέει τους ασφαλιστικούς υπαλλήλους (προστηθέντες)  με τον Ασφαλιστή ή την επιχείρηση ασφαλιστικής διαμεσολάβησης (προστήσας) είναι σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η σχέση αυτή διέπεται από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων και  ο Εργοδότης (προστήσας) ευθύνεται, απέναντι στο Τρίτο ζημιωθέντα (πχ ασφαλισμένο πελάτη), για κάθε ζημία που του προξένησαν οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι (προστηθέντες) από λάθη, παραλείψεις κλπ, κατά την εκτέλεση των εργασιών τους.  Η συνεχής, ποιοτική και πολύ-επίπεδη επιμόρφωση των ασφαλιστικών υπαλλήλων είναι βασική ανάγκη και προϋπόθεση για την υγιή ανάπτυξη των ασφαλιστικών επιχειρήσεων καθώς και των επιχειρήσεων ασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

Κάλυψη βραχυκυκλώματος μηχανών – συσκευών - εγκαταστάσεων

Δείγμα όρου βραχυκυκλώματος

(…….συμφωνείται ότι, σύμφωνα με τους όρους (ειδικούς-γενικούς) , εξαιρέσεις, διατάξεις και ειδικότερες συμφωνίες αλλά και κατά παρέκκλιση παντός αντιθέτου όρου του παρόντος ασφαλιστηρίου,  το παρόν  επεκτείνεται κατόπιν έκδοσης σχετικής πρόσθετης πράξης και καλύπτει τον ασφαλισμένο κίνδυνο για ζημία σε κάθε είδους μηχανές, συσκευές, εγκαταστάσεις κλπ που λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα, από ζημίες που προκλήθηκαν από Εστία Φωτιάς, που δημιουργήθηκε στο ασφαλισμένο αντικείμενο και η οποία αποδεδειγμένα προήλθε από υπερφόρτωση, υπέρταση, βραχυκύκλωμα, σχηματισμό τόξου, διαφυγή ηλεκτρικού ρεύματος, υπερθέρμανση……)



Δείγμα ζημίας σε τμήμα ψυκτικού μηχανήματος (συμπιεστής).

Δείγμα ζημίας σε τμήμα ψυκτικού μηχανήματος (συμπιεστής)



Σύνοψη

Γενικά το ψυκτικό μέσο έχει την ιδιότητα να «βράζει» σε πολύ μικρότερη θερμοκρασία από ότι το νερό. Το ψυκτικό υγρό που συνήθως χρησιμοποιείται, «βράζει» στους 5 - 10ºC ενώ το νερό βράζει στους 100ºC.

Ο βασικός ψυκτικός κύκλος συμβαίνει ως εξής:

Το ψυκτικό μέσο ως υγρό «στραγγαλίζεται» και εκτονώνεται φτάνοντας σε θερμοκρασία χαμηλότερη του περιβάλλοντος που θα βρεθεί (ως περιβάλλον φανταστείτε το εσωτερικό ενός ψυγείου). Έτσι απορροφά θερμότητα από το περιβάλλον αυτό (δηλαδή από το εσωτερικό του ψυγείου) αλλάζοντας την κατάσταση του από υγρό σε αέριο. Το δε περιβάλλον (δηλαδή το εσωτερικό του ψυγείου) πλέον έχει ψυχθεί. Κατόπιν όντας αέριο, συμπιέζεται, αυξάνοντας έτσι τη θερμοκρασία του ακόμα πιο ψηλά (40ºC-50ºC), από τη θερμοκρασία εκείνη που άντλησε από το εσωτερικό χώρο του ψυγείου. Μετά το ψυκτικό μέσο συμπυκνώνεται σε οφιώδεις σωλήνες ή πτερύγια που βρίσκονται στον εξωτερικό χώρο  και έτσι αποβάλλει την θερμότητα που είχε αποκτήσει στον εξωτερικό χώρο με την βοήθεια του αέρα που διαπερνά τα πτερύγια-σωλήνες, ο οποίος τυγχάνει χαμηλότερης θερμοκρασίας (πχ 10ºC-15ºC) αυξάνοντας έτσι τη θερμοκρασία του εξωτερικού πλέον χώρου, αλλάζοντας ταυτόχρονα την κατάσταση του από αέριο σε υγρό. Τελικά το ψυκτικό μέσο ξαναπερνάει μέσα από μια βαλβίδα εκτόνωσης, όπου «στραγγαλίζεται ξανά» και εκτονώνεται ξανά φτάνοντας σε θερμοκρασία χαμηλότερη του περιβάλλοντος που θα βρεθεί (ως περιβάλλον φανταστείτε πάλι το εσωτερικό ενός ψυγείου), ώστε να ξαναρχίσει ο κύκλος από την αρχή.

Αν στο παραπάνω μηχανισμό εισέλθει αέρας (δηλαδή υγρασία) τότε μέσα στην ψυκτική μηχανή θα δημιουργηθεί παγοφραγμός καθότι το ψυκτικό μέσο στην προσπάθεια να αεριοποιηθεί αντλεί θερμότητα και αναπτύσσει χαμηλή θερμοκρασία στο εσωτερικό του ψυκτικού μηχανήματος (κάτω από το μηδέν). Όταν αναπτυχθεί παγοφραγμός ο κύκλος ψύξης σταματά και η ψυκτική μηχανή δεν λειτουργεί. 

Απαραίτητη προϋπόθεση λοιπόν για την λειτουργία της ψυκτικής μηχανής είναι η απουσία αέρα, ο οποίος αρχικά αντλείται από το μηχάνημα με αντλία κενού. Το ψυκτικό μηχάνημα κατόπιν γεμίζει με ψυκτικό μέσο. Επικουρικά δε λειτουργεί το φίλτρο υγρασίας του ψυκτικού μηχανήματος.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις δεν δύναται να αναπτυχθούν ζημίες από Εστία Φωτιάς στο παραπάνω τμήμα του ψυκτικού μηχανήματος  αφού αέρας δεν υπάρχει μέσα σε αυτό. Συνεπώς ζημίες που αφορούν στην παραπάνω περίπτωση εξαιρούνται του συγκεκριμένου όρου βραχυκυκλώματος ως αυτός περιγράφεται παραπάνω.

Direct πωλήσεις από ασφαλιστικές εταιρείες

ΠΔ 190/2006 - ΦΕΚ 196/Α'/14.9.2006

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2002/92/Ε.Κ.  του  Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου και του  Συμβουλίου σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (L 9/15.1.2003).

Αρθρο 12

Όροι ενημέρωσης

(άρθρο 13 της Οδηγίας)

1. Κάθε πληροφορία που πρέπει να παρέχεται στους πελάτες, σύμφωνα με το άρθρο 11 γνωστοποιείται:

α) γραπτώς ή επί σταθερού εναποθέματος διαθεσίμου και προσιτού στον πελάτη,

β) με σαφήνεια και ακρίβεια, ώστε να είναι κατανοητή από τον πελάτη,

γ) σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους οι συμβαλλόμενοι.

2. Κατά παρέκκλιση από τα προβλεπόμενα στην περ. α' της προηγουμένης παραγράφου, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 11 μπορούν να παρέχονται προφορικά εφόσον το ζητήσει ο πελάτης ή εάν απαιτείται άμεση κάλυψη. Στις περιπτώσεις αυτές, οι πληροφορίες παρέχονται στον πελάτη, σύμφωνα με την παράγραφο 1, αμέσως μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης.

3.   Σε  περίπτωση  ασφάλισης  από  απόσταση,  οι πληροφορίες   που   δίδονται   προηγουμένως   στον πελάτη συνάδουν προς τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας και διέπουν την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές. Επιπλέον, παρέχονται στον πελάτη πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1, αμέσως μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης.


Σύνοψη

Η πώληση ασφαλιστικών προϊόντων, εξ αποστάσεως, απευθείας από την ασφαλιστική επιχείρηση δεν είναι «ασφαλιστική διαμεσολάβηση» διότι δεν εμπλέκεται στην διαδικασία  ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, συνάδει δε προς τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας και διέπουν την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές.

Με την χρήση υπαλλήλων, όχι εξειδικευμένων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να πραγματοποιεί πωλήσεις. Ωστόσο αυτή η δυνατότητα κατά την προσωπική μας εκτίμηση, θα πρέπει να διερευνηθεί περισσότερο αφενός σχετικά με τους κανόνες διαφάνειας που θα πρέπει να τηρούνται αφετέρου σε σχέση με την καταλληλότητα  –για τον ασφαλισμένο- του ασφαλιστικού προϊόντος καθώς και για την κατανόηση των περιπτώσεων, όρων και εξαιρέσεων που το διέπουν, ειδικότερα όταν επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος.

Η χρήση σύγχρονων μέσων επικοινωνίας (internet κλπ) για την ασφάλιση πχ οχημάτων μπορεί να διασφαλίζει αμεσότητα, εξυπηρέτηση στην συναλλαγή και χαμηλά ενδεχομένως ασφάλιστρα ωστόσο (ενδεικτικά όχι περιοριστικά) δεν διασφαλίζει ότι το προϊόν έχει κατανοηθεί από τον ασφαλισμένο υπό την έννοια της καταλληλότητας  για τους κίνδυνους που αναλαμβάνει να ασφαλίσει, τους όρους και τις εξαιρέσεις που διέπουν το ασφαλιστικό προϊόν καθώς και τις περιπτώσεις για τις οποίες αυτό αναφέρεται, τα οποία συνήθως «αναδύονται» κατά την επέλευση της ζημίας. 

Πέραν αυτών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο αυξημένος ηθικός κίνδυνος που ελλοχεύει για αμφότερους τους αντισυμβαλλόμενους της Ασφάλισης. 

Ο εξειδικευμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής που τυγχάνει συχνής και ποιοτικής επιμόρφωσης των γνώσεων και πρακτικών του, σε βαθμό και επίπεδο, υψηλό και αντίξοο, δεν επηρεάζεται από τις εξελίξεις καθότι ο ίδιος διατρέπει  την Άγνοια και διαδράμει την Εξέλιξη.

Το έργο του πραγματογνώμονα

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

Περί Πρακτόρων, Ασφαλειοµεσιτών και Πραγµατογνωµόνων


Άρθρον 29

1. Οι υπό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων οριζόµενοι πραγµατογνώµονες  δια την εκτίµησιν πραγµατοποιηθείσης ζηµίας και τον καθορισµόν της οφειλοµένης αποζηµιώσεως, υποχρεούνται όπως αντίγραφον της  εκθέσεώς των κοινοποιούν εις τον ζηµιωθέντα ησφαλισµένον. Η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται όπως εντός 15 ηµερών από της υποβολής της εκθέσεως πραγµατογνωµοσύνης γνωστοποιήση εις τον δικαιούχον την αποδοχήν ή µη ταύτης, εκτός εάν επέλθη εν τω µεταξύ φιλικός διακανονισµός.

2. Εις περίπτωσιν αποδοχής υπό της Ασφαλιστικής Επιχειρήσεως και του δικαιούχου της προσδιορισθείσης υπό της πραγµατογνωµοσύνης ασφαλιστικής αποζηµιώσεως, η Ασφαλιστική Επιχείρηση υποχρεούται αµελλητί εις την καταβολήν ταύτης εις τον δικαιούχον, άλλως ανακαλείται προσωρινώς ή οριστικώς η άδεια λειτουργίας αυτής.

3. Οι ανωτέρω πραγµατογνώµονες, εν τη ενασκήσει των καθηκόντων των ευθύνονται και διώκονται κατά τας διατάξεις του άρθρου 46 του παρόντος Νοµοθετικού ∆ιατάγµατος.


Άρθρον 46

∆ιά φυλακίσεως τουλάχιστον ενός µηνός και διά χρηµατικής ποινής τιµωρούνται πραγµατογνώµονες οίτινες κατά την εκτίµησιν της εκτάσεως πραγµατοποιηθείσης ζηµίας και καθορισµόν της οφειλοµένης αποζηµιώσεως εις τον ζηµιωθέντα ησφαλισµένον εν γνώσει ποιούνται ψευδείς εκτιµήσεις ή δηλώσεις προς όφελος του ασφαλιστού ή του ζηµιωθέντος ησφαλισµένου.

  

Σύνοψη

Οι πραγματογνώμονες ορίζονται από τον Ασφαλιστή με μοναδικό σκοπό την εκτίμηση πραγματοποιηθείσας ζημίας και τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης. Ειδικότερα μελετούν, διερευνούν και αποδεικνύουν το  μηχανισμό της ζημίας, τον ενδεχόμενο ηθικό κίνδυνο αυτής, την έκτασή της ζημίας καθώς και την μέθοδο και διαδικασία και το κόστος αποκατάστασης της  με τρόπο απολύτως επιστημονικό και νόμιμο.  Ωστόσο ο ζημιωθέντας ασφαλισμένος έχει το δικαίωμα να ορίσει και ο ίδιος τεχνικό σύμβουλο-πραγματογνώμονα το δε κόστος αυτού θα επιβαρύνει τον ζημιωθέντα ασφαλισμένο.

Σε μερικές περιπτώσεις επιβάλλεται να μελετούν, επικουρικά, την ζημία κάνοντας χρήση των κανόνων και οδηγιών της Τέχνης και της Επιστήμης.

Οι οριζόμενοι πραγματογνώμονες συνάγεται ότι είναι κάτοχοι πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ωστόσο ειδικότητας σχετικής με το αντικείμενο της ζημίας που αναλαμβάνουν να μελετήσουν.

Οι πραγματογνώμονες είναι υποχρεωμένοι να κοινοποιούν αντίγραφο της πραγματογνωμοσύνης στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο. Η κοινοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και από τον Ασφαλιστή. 

Μετά την κοινοποίηση της πραγματογνωμοσύνης και εντός 15 ημερών από την κοινοποίηση της, ο Ασφαλιστής υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον δικαιούχο της αποζημίωσης την αποδοχή ή μη ταύτης (δηλαδή της αποζημίωσης), εκτός αν επέλθει, εν τω μεταξύ, φιλικός διακανονισμός.

Αν υπάρξει αποδοχή σχετική με την αποζημίωση μεταξύ του Ασφαλιστή και του δικαιούχου της ο Ασφαλιστής υποχρεούται να αποζημιώσει αμέσως τον δικαιούχο. Αν δεν το πράξει άμεσα δύναται να ανακληθεί προσωρινά η οριστικά η άδεια λειτουργίας του Ασφαλιστή κατόπιν σχετικής αιτίασης.

Οι οριζόμενοι πραγματογνώμονες  τιμωρούνται με φυλάκιση και χρηματική ποινή εάν κατά την εκτίμηση της έκτασης της πραγματοποιηθείσας ζημίας και της οφειλόμενης αποζημίωσης ποιούνται, εις γνώση τους, ψευδείς εκτιμήσεις ή δηλώσεις προς όφελος είτε του Ασφαλιστή είτε του ζημιωθέντα ασφαλισμένου και δικαιούχου.    

Στους γενικούς όρους των ασφαλιστηρίων ενίοτε αναφέρονται διαδικασίες σχετικές με την διαιτησία (διαιτητική πραγματογνωμοσύνη) ωστόσο για να ενεργοποιηθεί η διαιτησία χρήζει της σύμφωνης γνώμης των συμβαλλομένων και της υπογραφής ειδικής συμφωνίας.

Οι πραγματογνώμονες δεν υποχρεούνται να γνωματεύσουν επί των όρων και εξαιρέσεων των ασφαλιστηρίων σε σχέση με την ζημία (δηλαδή αν η ζημία είναι καλυπτόμενη ή μη) εκτός και αν κατέχουν -την σχετική με την ζημία- πιστοποίηση γνώσεων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών δηλαδή το αντίστοιχο πιστοποιητικό επιπέδου Α-Β-Γ-Δ όπου το επίπεδο καθορίζεται από το είδος της ζημίας που αναλαμβάνουν να μελετήσουν.  Σε κάθε άλλη περίπτωση -κατά την απόλυτα προσωπική μας εκτίμηση- η γνώμη του πραγματογνώμονα επί των όρων και εξαιρέσεων των ασφαλιστηρίων σε σχέση με την ζημία, είναι προαιρετική και δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τον Ασφαλιστή καθότι η αποζημίωση της ζημίας –αυτή ή- αφενός αφορά αποκλειστικά στην Κρίση του αφετέρου αφορά περισσότερο σε παράγοντες που δεν σχετίζονται με το εξεταζόμενο όρο αλλά περισσότερο με την ίδια την διαχείριση του ασφαλιστικού κινδύνου (από την ανάληψη του, την διατήρησή του, έως και την επέλευση της Ζημίας).

Ο πραγματογνώμων δεν είναι δικαστής ούτε υπαίτιος για την πληρωμή η μη της οφειλόμενης αποζημίωσης του ζημιωθέντα ασφαλισμένου. Ο πραγματογνώμων μελετά την πραγματοποιηθείσα ζημία με απόλυτα επιστημονικό τρόπο όχι επιστημονικοφανή, δυνάμει αποδείξεων, όχι ενδείξεων ή πιθανών εκδοχών. Ο χειρισμός της πραγματογνωμοσύνης είναι στην αποκλειστική δικαιοδοσία του πραγματογνώμονα ο οποίος δεν υποχρεούται να αποκαλύπτει πληροφορίες και σχετικά στοιχεία αυτής στους εμπλεκόμενους. Η δε πληρωμή της αποζημίωσης στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο εναπόκειται αποκλειστικά στην κρίση του ασφαλιστή. Η κρίση αυτή μπορεί να προσβληθεί από τον ασφαλισμένο ή και τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή του. 

Πότε η γνώση του ασφαλιστικού πράκτορα θεωρείται γνώση της ασφαλιστικής επιχείρησης;

Κωδικοποίηση του Ν. 1569/85 

"∆ιαµεσολάβηση στις συµβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης, σύσταση σώµατος ειδικών πραγµατογνωµόνων τροχαίων ατυχηµάτων, λειτουργία γραφείου διεθνούς ασφάλισης και άλλες διατάξεις". 

(Α. 183) Ν.2496/97 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ άρθρο 36 

 ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ - ΄Αρθρο 2

Ασφαλιστικός πράκτορας

Ν. 2170/93 1. Ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νοµικό πρόσωπο  άρθρο 11 που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη µε σύµβαση, παράγρ. 2 έναντι προµήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνοµα και για λογαριασµό µιάς ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει,προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαµέσου άλλων διαµεσολαβούντων για λογαριασµό µιάς ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συµβάσεις. Επίσης παρέχει στον ασφαλισµένο κάθε αναγκαία συνδροµή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύµβασης και ιδιαίτερα µετά την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης.

΄Αρθρο 4 - Σχέσεις µε τον εντολέα

1. Τα δικαιώµατα, οι υποχρεώσεις και οι αρµοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται µε έγγραφη σύµβαση ανάµεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτοριακή σύµβαση). Αντίγραφο της πρακτοριακής σύµβασης υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εµπορίου.  

Σύνοψη

Ο ασφαλιστικός πράκτορας έχει το δικαίωμα να συνάπτει και να υπογράφει ασφαλιστήρια για λογαριασμό του Ασφαλιστή εφόσον πρωτίστως του έχει δοθεί σχετική εξουσία στην σύμβαση που διατηρεί με αυτόν. Στην περίπτωση αυτή ενεργεί ως αντιπρόσωπος του και η γνώση του επί θεμάτων σχετικών με την ανάληψη του κινδύνου καθώς και σχετικές πράξεις η παραλείψεις του δεσμεύουν τον Ασφαλιστή ειδικά σε περίπτωση ζημίας

Όμως σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και αν ενεργήσει κατά παράβαση της υπογεγραμμένης με τον Ασφαλιστή σύμβασης ή ακόμα και αν δεν του έχει δοθεί το παραπάνω δικαίωμα, ο Ασφαλιστής ενδέχεται να αποζημιώσει τον παθόντα κατόπιν δικαστικής απόφασης. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν ο ασφαλισμένος έχει αποδεδειγμένα γνωστοποιήσει στον πράκτορα, θέματα που αφορούν στην ανάληψη του κινδύνου (δηλαδή ο ασφαλισμένος δεν παραβίασε την υποχρέωση του να γνωστοποιήσει κάθε στοιχείο ουσιώδες κατά την ανάληψη του κινδύνου) και αυτά τα θέματα δεν γνωστοποιήθηκαν κατόπιν στον Ασφαλιστή. Το ίδιο θα συμβεί και όταν ο πράκτορας είχε επιθεωρήσει, ο ίδιος, με αυτοψία, τον υπό ασφάλιση κίνδυνο, νωρίτερα της έκδοσης του ασφαλιστηρίου, τον έκρινε ασφαλίσιμο σε σχέση αφενός με τις ασφαλιστικές καλύψεις αφετέρου με τους όρους και εξαιρέσεις του ασφαλιστήριου και κατά την συμπλήρωση της αίτησης ασφάλισης δεν αναφέρθηκε, ο ίδιος, ρητά σε αυτά.  

      

Aσφαλιστικό συμφέρον

ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 2496

Ασφαλιστική σύµβαση, τροποποιήσεις της νοµοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις

(ΦΕΚ 87/τ.Α’/16.5.1997) 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ

ΤΜΗΜΑ ∆ΕΥΤΕΡΟ - ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΖΗΜΙΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ - ΓΕΝΙΚΕΣ ∆ΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11 - Έννοια και αντικείµενο της ασφάλισης ζηµιών

4. Ο λήπτης της ασφάλισης ζηµιών µπορεί να ασφαλίσει κάθε περιουσία για τη διατήρηση της οποίας έχει έννοµο συµφέρον και η οποία απειλείται από ασφαλιστικό κίνδυνο.

Αντικείμενο του Ασφαλιστικού Συμφέροντος:

Κάθε περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα, απαίτηση.

Ασφαλιστικό Συμφέρον έχει: Κάθε φυσικό η νομικό πρόσωπο που διατηρεί οικονομική σχέση με το ασφαλισμένο αντικείμενο.

Σύνοψη

Όταν το ασφαλιστικό συμφέρον κατά ζημιών λείπει τότε η ασφάλιση είναι άκυρη. Αυτό σημαίνει ότι στην ασφάλιση κατά ζημιών (πχ ασφάλιση περιεχομένου κατοικιών, ασφάλιση εμπορευμάτων επιχειρήσεων κλπ) δεν ασφαλίζεται το αντικείμενο αλλά η οικονομική σχέση που συνδέει τον ασφαλισμένο με το αντικείμενο αυτό. Η οικονομική σχέση πρέπει να έχει υπόσταση και να μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα.

Πρακτικά η ασφαλιστική σύμβαση είναι έγκυρη όταν διαπιστώνεται και αποδεικνύεται το Ασφαλιστικό Συμφέρον. 

Πως εφαρμόζεται το ασφαλιστικό συμφέρον στις ασφαλίσεις περιουσίας;

Πως διαπιστώνεται, περιγράφεται και αποτιμάται η οικονομική σχέση που συνδέει τον ασφαλισμένο με το αντικείμενο?

Πως εφαρμόζεται το ασφαλιστικό συμφέρον αντισταθμιστικά όταν η οικονομική σχέση δεν μπορεί να διαπιστωθεί; Τι θα συμβεί σε περίπτωση ζημίας;

 

Αποζημιωτική Αρχή

ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 2496

Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 87/τ.Α’/16.5.1997)

ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ 

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΖΗΜΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Έννοια και αντικείμενο της ασφάλισης ζημιών

1. Στην ασφάλιση κατά ζημιών, το ασφάλισμα συνίσταται στην αποκατάσταση της ζημίας της περιουσίας που συμφωνήθηκε ότι θα καλύπτεται, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση (ασφαλιστική ζημία).

3. Το ασφάλισμα δεν μπορεί να υπερβαίνει την έκταση της ασφαλιστικής ζημίας ούτε και το ασφαλιστικό ποσό.

Η αποζημιωτική αρχή συναντάται στις ασφαλίσεις ζημιών. Με την εφαρμογή της ο ασφαλισμένος αφενός θα αποζημιωθεί δυνάμει των όρων και εξαιρέσεων του υφισταμένου ενεργού ασφαλιστηρίου αφετέρου θα αποτρέψει τον ασφαλισμένο να καταστεί πλουσιότερος από την αποζημίωση της Ζημίας. Στις περιπτώσεις υπερασφάλισης (με την ευρεία έννοια) και ασφάλισης σε πρώτο (Α΄) κίνδυνο, επιτρέπεται, η Αποζημιωτική Αρχή να μην εφαρμοστεί.

Με την προϋπόθεση εφαρμογής της η Ασφαλιστική Σύμβαση διαφέρει εντελώς από τα τυχερά παιχνίδια κλπ. Τι γίνεται όμως όταν ο ασφαλισμένος αποζημιώνεται «χαριστικά», δηλαδή κατά παρέκκλιση των όρων και εξαιρέσεων του ασφαλιστηρίου και σε ποσά που «συμφωνήθηκαν»;